- αἰσχυνομένῃ
- αἰσχῡνομένῃ , αἰσχύνωmake uglypres part mp fem dat sg (attic epic ionic)αἰσχυνομένηsensitive plantfem dat sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αἰσχυνομένη — αἰσχῡνομένη , αἰσχύνω make ugly pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) αἰσχυνομένη sensitive plant fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αισχυνομένη — (aeschynomene). Επιστημονική ονομασία γένους καλλωπιστικών και βιομηχανικών φυτών της οικογένειας των ψυχανθών. Είναι ποώδη ή θαμνώδη φυτά, ιθαγενή των θερμών χωρών. Έχουν φύλλα πτεροειδή με λειόχειλα φυλλάρια. Τα άνθη σχηματίζουν ταξιανθίες και… … Dictionary of Greek
αἰσχυνομένας — αἰσχῡνομένᾱς , αἰσχύνω make ugly pres part mp fem acc pl αἰσχῡνομένᾱς , αἰσχύνω make ugly pres part mp fem gen sg (doric aeolic) αἰσχυνομένᾱς , αἰσχυνομένη sensitive plant fem acc pl αἰσχυνομένᾱς , αἰσχυνομένη sensitive plant fem gen sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αισχύνω — (Α αἰσχύνω) 1. ντροπιάζω, αμαυρώνω, ρεζιλεύω 2. μέσ. ντρέπομαι, ντροπιάζομαι, αισθάνομαι αισχύνη αρχ. 1. κάνω άσχημο, ασχημίζω, παραμορφώνω («αἱματόεν ρέθος αἰσχύνει» Σοφ. Αντιγόνη, 529) 2. ατιμάζω (γυναίκα), μοιχεύω 3. περιφρονώ, απαξιώ 4. μέσ.… … Dictionary of Greek
αἰσχυνομέναις — αἰσχῡνομέναις , αἰσχύνω make ugly pres part mp fem dat pl αἰσχυνομένη sensitive plant fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰσχυνομένην — αἰσχῡνομένην , αἰσχύνω make ugly pres part mp fem acc sg (attic epic ionic) αἰσχυνομένη sensitive plant fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰσχυνομένης — αἰσχῡνομένης , αἰσχύνω make ugly pres part mp fem gen sg (attic epic ionic) αἰσχυνομένη sensitive plant fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰσχυνόμεναι — αἰσχῡνόμεναι , αἰσχύνω make ugly pres part mp fem nom/voc pl αἰσχυνομένη sensitive plant fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)